σικύα

σικύα
η, ΝΑ, και ιων. τ. σικύη Α
1. νεροκολοκυθιά
2. μικρό γυάλινο ποτήρι, παρόμοιο ως προς το σχήμα του με τον καρπό τού παραπάνω φυτού, που χρησιμοποιείται για επίσπαση, η βεντούζα
νεοελλ.
1. ο προκαλούμενος με την βεντούζα ερεθισμός, η επίσπαση
2. καθένα από τα εκμυζητικά όργανα ορισμένων ζώων και ιδίως μαλακίων
3. φρ. α) «μαιευτική σικύα»
ιατρ. συσκευή κενού που χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια τού τοκετού για την υποβοήθηση τής εξαγωγής τού εμβρύου
β) «χαρακτή σικύα» — βεντούζα που τοποθετείται πάνω σε χαραγμένη με αιχμηρό όργανο επιφάνεια τού σώματος, συνήθως τής πλάτης, ώστε να προκληθεί συγκέντρωση και εκροή τού αίματος, αλλ. κοφτή βεντούζα)
αρχ.
1. το φυτό κολοκυνθίς*. η αγριοκολοκυθιά
2. άδεια κολοκύθα που χρησίμευε ως φιάλη, τσότρα
3. φρ. «σικύα ἰνδική» — το φυτό κολοκυθιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται, κατά την επικρατέστερη άποψη, για δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης. Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται τόσο από τη σημ. τής λ. (πρβλ. ονομασίες φυτών) όσο και από την μορφολογική της ποικιλία. Ο τ. εμφανίζει αφ' ενός εναλλαγή ι / ε (πρβλ. σικύα: σεκούα, Σικυών: Σεκυών), αφ' ετέρου τρία διαφορετικά επιθήματα: -υς (πρβλ. ὄστρ-υς, ῥάφ-υς), -ύα (πρβλ. ὀστρ-ύα) και -υος. Η μορφολογική αυτή ομοιότητά του με τη λ. ὀστρυα «γένος δένδρων με σκληρό ξύλο» δικαιολογεί την άποψη πολλών μελετητών, που εντάσσουν τους δύο τ. στην ίδια σειρά δάνειων λ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σικύα — σικύᾱ , σικύα bottle gourd fem nom/voc/acc dual σικύα bottle gourd fem nom/voc sg σικύᾱ , σικύα bottle gourd fem nom/voc/acc dual (ionic) σικύᾱ , σικύα bottle gourd fem nom/voc sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σικύᾳ — σικύαι , σικύα bottle gourd fem nom/voc pl σικύᾱͅ , σικύα bottle gourd fem dat sg (doric aeolic) σικύαι , σικύα bottle gourd fem nom/voc pl (ionic) σικύᾱͅ , σικύα bottle gourd fem dat sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σικύας — σικύᾱς , σικύα bottle gourd fem acc pl σικύᾱς , σικύα bottle gourd fem gen sg (doric aeolic) σικύᾱς , σικύα bottle gourd fem acc pl (ionic) σικύᾱς , σικύα bottle gourd fem gen sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σικύαι — σικύα bottle gourd fem nom/voc pl σικύᾱͅ , σικύα bottle gourd fem dat sg (doric aeolic) σικύα bottle gourd fem nom/voc pl (ionic) σικύᾱͅ , σικύα bottle gourd fem dat sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σικύαν — σικύα bottle gourd fem acc sg σικύᾱν , σικύα bottle gourd fem acc sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σικυάσας — σικυά̱σᾱς , σικυάζω to cup fut part act fem acc pl (doric) σικυά̱σᾱς , σικυάζω to cup fut part act fem gen sg (doric) σικυάσᾱς , σικυάζω to cup aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σικύαις — σικύα bottle gourd fem dat pl σικύα bottle gourd fem dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σικύαισιν — σικύα bottle gourd fem dat pl (epic ionic aeolic) σικύα bottle gourd fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σικύης — σικύα bottle gourd fem gen sg (attic epic ionic) σικύα bottle gourd fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σικύῃ — σικύα bottle gourd fem dat sg (attic epic ionic) σικύα bottle gourd fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”